ποδάγρας

ποδάγρας
ποδάγρᾱς , ποδάγρα
trap for the feet
fem acc pl
ποδάγρᾱς , ποδάγρα
trap for the feet
fem gen sg (attic doric aeolic)
ποδάγρᾱς , ποδαγράω
have gout in the feet
pres ind act 2nd sg (attic)
ποδάγρᾱς , ποδαγράω
have gout in the feet
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποδαγρᾷς — ποδαγράω have gout in the feet pres subj act 2nd sg ποδαγράω have gout in the feet pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Demetrios Pepagomenos — or Demetrius Pepagomenus (Greek: Δημήτριος Πεπαγωμένος, 1200 1300[1]) was a Byzantine Greek savant who resided in Constantinople.[2] He became a physician, a veterinary, and a naturalist.[3] Contents …   Wikipedia

  • PODAGRA Diana sic dicta — Clem. in Protrept. Ε῎ςτι δὲ καὶ Ποδάγρας ἄλλους Αῤτέμιδος εν τῇ Λακωνικῇ ἱερὸν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PODAGRAE — Graece ποδάγραι, alias ὀρύγματα et ποδοκλάςται, foveae dicebantur olim Graecis, quae non ferarum solum, sed et hostium capiendorum causâ, fiebant: Suid. in ποδάγρα, Τάφρους ὤρυξε καὶ ποδάγρας ὑφῆκεν ὡς θηρίοις τοῖς πολεμίοις. Curius Furtunatianus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαλγία — η (ΑΜ κεφαλαλγία) [κεφαλαλγώ] γενική ονομασία όλων τών πόνων τής κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ποδάγρα — Νόσος που οφείλεται σε εναπόθεση ουρικού οξέος στους ιστούς. Έχει ιδιοσυστατικό κληρονομικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται κυρίως με επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας αρθρίτιδας, που συχνότερα προσβάλλει τη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση του μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • ποδάρκης — ες και ποδαρκής, ές Α 1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας 3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» αγώνας δρόμου ταχύτητας β) «ποδαρκέων …   Dictionary of Greek

  • ποδαγρικός — ή, όν, ΜΑ [ποδάγρα] 1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.) 2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία τής ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”